- προσφώλι
- το, Νβλ. πρόσφωλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φώλι — το, Ν [φωλιά] 1. γνήσιο ή τεχνητό αβγό το οποίο τοποθετούν μέσα στη φωλιά κότας για να προσελκύεται και να γεννά αβγά, απότοκο, προσφώλι 2. φρ. «ούτε φώλι ούτε προσφώλι» παντελής πενία … Dictionary of Greek
αβγολογώ — ( άω) [αβγολόγος] 1. αγοράζω αβγά από τούς ορνιθώνες και τά μεταπουλώ 2. μαζεύω (ή και κλέβω) τα αβγά από τις φωλιές τούς 3. αναζητώ το προσφώλι (λέγεται για την κότα όταν πρόκειται να γεννήσει) 4. εξετάζω την κότα με το δάχτυλο για να δω αν έχει … Dictionary of Greek
πρόσαβγον — τὸ, Μ το προσφώλι … Dictionary of Greek
πρόσφωλο — και προσφώλι, το, Ν γνήσιο ή τεχνητό αβγό που τοποθετείται στη φωλιά όρνιθας για να τήν προσελκύσει για ωοτοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φωλ ιον (< φωλεός «φωλιά»)] … Dictionary of Greek
φωλίτης — ο, Ν το φώλι, το προσφώλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ ιά + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
αβγομάνα — η 1. η ωοθήκη της κότας. 2. το προσφώλι, το αβγό δηλ. που μένει πάντα στη φωλιά της κότας. 3. μεγάλο αβγό: Αυτό δεν ήταν αβγό, ήταν αβγομάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσφωλο — πρόσφωλο, το και προσφώλι, το το αβγό που αφήνεται πάντα στη φωλιά, αλλ. φώλος, φωλίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώλι — φώλι, το και φωλίτης, ο και φώλος, ο αβγό γνήσιο ή τεχνητό, που αφήνεται στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύσει να γεννήσει εκεί, το πρόσφωλο, το προσφώλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)